εύλεξις

εύλεξις
εὔλεξις, -ι (Α)
1. αυτός που έχει καλή εκλογή λέξεων («λόγος... εὔλεξις», Λουκιαν.)
2. (για συγγραφέα) αυτός που εκφράζεται καλά, που κάνει καλή επιλογή λέξεων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”